- Σώπα, δάσκαλε, φώναξε, σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!



Photo by Boston Public Library on Unsplash

" ΏΡΕΣ ΜΑΣ ΈΠΑΙΡΝΕ Τ’ ΑΥΤΙΑ ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και 
τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη, κι εμείς ακούγαμε τις φω­νές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα  γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν, και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι,  να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και  να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο  νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο, γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετρο­πόλεμο και συχνά πηγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο. Μια μέρα, ήταν άνοιξη,  χαρά Θεού, τα  π α ρ ά θ υ ρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι, το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαη­δούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο: 



- Σώπα, δάσκαλε, φώναξε, σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!"


Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στο Γκρέκο, αρχές του αιώνα μας

Δημοφιλείς αναρτήσεις